- αηδισμός
- ἀηδισμός, ο (Α) [ἀηδίζω]αηδία, σιχαμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀηδισμός — disgust masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηδισμῷ — ἀηδισμός disgust masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηδισμόν — ἀηδισμός disgust masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αηδίζω — ἀηδίζω (AM) 1. αηδιάζω, προξενώ αηδία παθ. αισθάνομαι αηδία για κάτι 2. μέσ. αποστρέφομαι, σιχαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀηδής. ΠΑΡ. ἀηδισμός] … Dictionary of Greek